λοπόδεικτος

λοπόδεικτος
λοπόδεικτος, -ον (Α)
αυτός τον οποίο δείχνει κάποιος αλλά χωρίς να φαίνεται ευκρινώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λοπός + -δεικτος(< δείκνυμι), πρβλ. δακτυλό-δεικτος, ουρανό-δεικτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”